- συμβιβαστικώς
- συμβιβαστικῶς ΝΜΑεπίρρ. βλ. συμβιβαστικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συμβιβαστικῶς — συμβιβαστικός leading to reconciliation adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμβιβαστικός — ή, ό / συμβιβαστικός, ή, όν, ΝΜΑ [συμβιβάζω] αυτός που συμβάλλει στον συμβιβασμό, που επιδιώκει να συμβιβάσει τους διαμαχομένους νεοελλ. 1. (για πρόσ.) αυτός που συμβιβάζεται εύκολα, διαλλακτικός 2. (για αφηρημ. έννοιες) ενδοτικός, υποχωρητικός.… … Dictionary of Greek